- απομυξις
- ἀπόμυξιςἀπό-μυξις-εως ἥ сморкание
(πτύσις τε καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πτύσις τε καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόμυξις — ἀπόμυξις, η (Α) [απομύσσω] το να βγάζει κανείς τη μύξα του … Dictionary of Greek
ἀπομύξει — ἀπόμυξις blowing one s nose fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπομύξεϊ , ἀπόμυξις blowing one s nose fem dat sg (epic) ἀπόμυξις blowing one s nose fem dat sg (attic ionic) ἀπομύσσω wipe aor subj act 3rd sg (epic) ἀπομύσσω wipe fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομύξης — ἀπόμυξις blowing one s nose fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμυξιν — ἀπόμυξις blowing one s nose fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομύξῃ — ἀπομύξηι , ἀπόμυξις blowing one s nose fem dat sg (epic) ἀπομύσσω wipe aor subj mid 2nd sg ἀπομύσσω wipe aor subj act 3rd sg ἀπομύσσω wipe fut ind mid 2nd sg ἀ̱πομύξῃ , ἀπομύσσω wipe futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱πομύξῃ , ἀπομύσσω wipe… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)